- ἀστειότης
- ἀστειότης, ητος, ἡ,A prettiness, daintiness of person, Vett.Val.161.17; politeness, wit, μακαρισμὸς καὶ ἀ. Andronic.Rhod.p.570M., cf. Lib.Or.11.270, Sch.Ar.Pax370.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστειότης — prettiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειότητα — ἀστειότης prettiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειότητι — ἀστειότης prettiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειότητος — ἀστειότης prettiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστειότητα — η (AM ἀστειότης) η ιδιότητα του αστείου νεοελλ. αστείος, όχι σοβαρός λόγος ή ενέργεια μσν. αρχ. 1. η ευγένεια, η ευπρέπεια, η ανωτερότητα 2. η ομορφιά, η λεπτότητα … Dictionary of Greek